- ὀνειδιστήρ
- ὀνειδ-ιστήρ, ῆρος, ὁ, = sq.,A abusive,
λόγοι ὀ. E.HF218
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λόγοι ὀ. E.HF218
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ονειδιστήρ — ὀνειδιστήρ, ῆρος, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) ως επίθ. ονειδιστικός, υβριστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀνειδίζω + επίθημα τήρ (πρβλ. κομισ τήρ)] … Dictionary of Greek
ὀνειδιστῆρας — ὀνειδιστήρ abusive masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)